αὖχος

αὖχος
αὖχος, ους, τό,
A = αὔχημα, Sch.A.Pers.871.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • φίλαυχος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυχος (< αὔχω «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγάλ αυχος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλαυχος — η, ο (ΑM μεγάλαυχος, ον) αυτός που καυχιέται πολύ, κομπαστής, αλαζόνας μσν. αυτός που γίνεται για να καυχηθεί κάποιος («ἡ μεγάλαυχος τῶν κατωρθωμένων κατέκρινεν ἀπαρίθμησις», Σάθ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγάλαυχον η μεγαλαυχια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”